- τριπόδια
- τριπόδιονneut nom/voc/acc plτριπόδιοςthree-footedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριποδία — τριποδίᾱ , τριποδία metrical phrase of three feet fem nom/voc/acc dual τριποδίᾱ , τριποδία metrical phrase of three feet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριποδίᾳ — τριποδίᾱͅ , τριποδία metrical phrase of three feet fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριποδία — η, ΝΜΑ [τρίπους, οδος] ένωση τριών μετρικών ποδών ως μία μετρική μονάδα … Dictionary of Greek
τριποδία — η (μετρ.), η ένωση τριών μετρικών ποδιών σε μία μετρική μονάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριποδίας — τριποδίᾱς , τριποδία metrical phrase of three feet fem acc pl τριποδίᾱς , τριποδία metrical phrase of three feet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριποδίαν — τριποδίᾱν , τριποδία metrical phrase of three feet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром … Википедия
триподия — ТРИПОДИ´Я [греч. τριποδία, от τρι в сложных словах три и πούς (корень ποδ) стопа] в античной метрике трехстопие, ритмическая группа из трех стоп в стихе … Поэтический словарь
δαχτυλοτροχαίος — ο στίχος που αποτελείται από μια δαχτυλική τετραποδία και μια τροχαϊκή τριποδία … Dictionary of Greek
προσοδιακός — ή, όν, Α [προσόδιος] 1. τελετουργικός, προσόδιος* («προσοδιακοὶ χοροὶ», Δημοχ.) 2. φρ. α) «προσοδιακὸν μέτρον» η αναπαιστική τριποδία που χρησιμοποιείται στα προσόδια, δηλ. η μετρική μορφή υυ υυ υυ . β) «προσοδιακὸς ρυθμός» ο μετρικός χρόνος τών… … Dictionary of Greek